- οἰᾱκο-στρόφος
οἰᾱκο-στρόφος, das Steuer drehend, lenkend; κυβερνατήρ, Pind. I. 3, 89; νηός, Aesch. Spt. 62, auch ἀνάγκης, Prom. 513; Eur. Med. 523.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰᾱκο-στρόφος, das Steuer drehend, lenkend; κυβερνατήρ, Pind. I. 3, 89; νηός, Aesch. Spt. 62, auch ἀνάγκης, Prom. 513; Eur. Med. 523.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλωστρόφος — ο (Α καλωστρόφος) αυτός που πλέκει χοντρά σχοινιά, σχοινοπλόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως, ὁ + στρόφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. οιακο στρόφος, σχοινο στρόφος] … Dictionary of Greek
λογοστρόφος — λογοστρόφος, ὁ (Μ) αυτός που στρέφει τους λόγους του με επιτηδειότητα, αυτός που στρίβει τα λόγια του, που αλλάζει εύκολα άποψη, γνώμη ή στάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + στρόφος (< στρόφος < στρέφω), πρβλ. οιακο στρόφος … Dictionary of Greek
ηνιοστρόφος — ἡνιοστρόφος, ὁ (Α) αυτός που στρέφει τα ηνία, που διευθύνει με τα ηνία, ο ηνίοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + στροφος (< στρό φος < στρέφω), πρβλ. οιακο στρόφος «αυτός που κινεί το πηδάλιο». Ο τονισμός στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ.… … Dictionary of Greek
καλοστροφώ — καλοστροφῶ, άω (Μ) (για γεωργό) αναστρέφω καλά τους βώλους τού χώματος πριν από την άροση, πριν από το όργωμα τού χωραφιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + στροφῶ (< στρόφος < στρόφος, ὁ < στρέφω), πρβλ. βωλο στροφώ, οιακο… … Dictionary of Greek