- παρα-λιμπάνω
παρα-λιμπάνω (s. λιμπάνω), seltenere Nebenform von παραλείπω; Chrysipp. bei Ath. I, 8 d; Arist. probl. 29, 13, 4; Ios. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-λιμπάνω (s. λιμπάνω), seltenere Nebenform von παραλείπω; Chrysipp. bei Ath. I, 8 d; Arist. probl. 29, 13, 4; Ios. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek