θῡλάκιον

θῡλάκιον

θῡλάκιον, τό, dim. von ϑύλακος, Tasche; Her. 3, 105; Ar. Vesp. 314 u. öfter; Posidon. Ath. IV, 152 s. Auch = Saamenkapsel, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θυλάκιον — θῡλάκιον , θυλάκιον seed capsule neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PERA — I. PERA Latine etiam Cornu Byzantii, Graec. Chrysoceras, urbs Thraciae, prope Constantinopol. nunc Galata, versus suburbium, ubi Latini degunt. II. PERA an a τηρεῖν, aut φέρειν, quod servet aut serat; an a περὶ, quod lata sit ac sinuosa; an a… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • θυλάκιο — το (Α θυλάκιον) μικρός θύλακος, σακίδιο, σακούλι νεοελλ. 1. η τσέπη, ο θύλακος που ράβεται σε ορισμένα μέρη τών ρούχων 2. ανατ. μικρός κυστικός σχηματισμός που επενδύεται εσωτερικά από εκκριτικό ή απεκκριτικό επιθήλιο και αποτελεί στοιχείο πολλών …   Dictionary of Greek

  • λάαν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λάαν καὶ θυλάκιον, ἐν ᾧ οἱ ἡνίοχοι τὰς μάστιγας ἀποτίθενται» …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՐԿ — (ի, աց.) NBH 2 0635 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. πήρα pera θυλάκιον loculus, sacculus. Պայուսակ. քուրձ քսակ. մախաղ. բակեղէթ. տօպրակ, խուրճ. ... (լծ. յն. բի՛րա. լտ. բէ՛րա ). *Ծրարեաց երկուս տաղանդս արծաթոյ յերկուս պարկս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՊԱՐԿՈՒՃ — (կճոյ.) NBH 2 0637 Chronological Sequence: 12c գ. θύλακος, θυλάκιον folliculus, vagina seminis. Փոքրիկ պարկ ընդեղինաց, այսինքն կեղեւն արտաքին՝ յոր ամփոփին արմատիք. գապուգ. *Են ոմանք, որ զսիսեռն նոյն պարկճովն պահեն, եւ նոյն պարկճովն թրջեն եւ ցանեն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՓՈՒՔ — (փքոյ, ոց.) NBH 2 0959 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c, 13c, 14c, 17c գ. πνεῦμα spiritus, ventus, flatus. (որպէս թէ փուչ. եւ արմատ Փքալոյ. ) Փչումն. շունչ. հողմ. սիւք. շարժումն օդոյ փչմամբ ʼի կենդանւոյ կամ ʼի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • θυλακίοις — θῡλακίοις , θυλάκιον seed capsule neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυλακίοισι — θῡλακίοισι , θυλάκιον seed capsule neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυλακίου — θῡλακίου , θυλάκιον seed capsule neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”