- θῡλακο-ειδής
θῡλακο-ειδής, ές, sackähnlich, Arist. H. A. 5, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θῡλακο-ειδής, ές, sackähnlich, Arist. H. A. 5, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυλακοειδής — ές (Α θυλακοειδής, ές) όμοιος με θύλακο, με σακούλι νεοελλ. βοτ. το ουδ. ως ουσ. το θυλακοειδές πτύχωση τών μεμβρανικών στιβάδων που υπάρχουν στο εσωτερικό τών χλωροπλαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + ειδής] … Dictionary of Greek