θῡλακο-φόρος

θῡλακο-φόρος

θῡλακο-φόρος, Sackträger, nach VLL. von Bergleuten.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαρσιποφόρος — ο 1. αυτός που φέρει μάρσιπο ή αυτός που έχει σχέση ή ομοιότητα με τα ζώα που φέρουν μάρσιπο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαρσιποφόρα (ζωολ. παλαιοντ.) τάξη μεταθηρίων θηλαστικών τών οποίων χαρακτηριστικό είναι η πρώιμη γέννηση τών νεογνών και η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”