θῡλακόεις

θῡλακόεις

θῡλακόεις, εσσα, εν, dasselbe, Nic. Al. 403.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θυλακόεις — θυλακόεις, εσσα, εν (Α) [θύλακος] θυλακοειδής, αυτός που έχει μορφή θυλάκου …   Dictionary of Greek

  • θυλακόεσσαν — θυλακόεις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύλακος — Μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι· θέση αντιπάλων στο εχθρικό έδαφος· στη σύγχρονη ορολογία, περιοχή μέσα σε κράτος υπό διαφορετικό καθεστώς. (Ανατ.) Ωοειδής σχηματισμός στα διάφορα όργανα του σώματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, που εκπληρώνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”