- θῡμο-δακής
θῡμο-δακής, ές, herzbeißend, -kränkend; μῦϑος Od. 8, 185; ὀδύνη Heliod. Stob. fl. 100, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θῡμο-δακής, ές, herzbeißend, -kränkend; μῦϑος Od. 8, 185; ὀδύνη Heliod. Stob. fl. 100, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυμοδακής — θυμοδακής, ές (Α) αυτός που δαγκώνει την καρδιά, αυτός που προξενεί λύπη στην καρδιά («θυμοδακὴς γὰρ μῡθος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + δακής (< δάκος «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. σηψι δακής, ωμο δακής] … Dictionary of Greek
λαιμοδακής — λαιμοδακής, ές (Α) αυτός που δαγκώνει τον λαιμό, αυτός που αγκιστρώνεται στον φάρυγγα («ἀγκίστρων λαιμοδακεῑς ἀκίδας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + δακής (< δάκος, τὸ «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. θυμο δακής, σαρκο δακής] … Dictionary of Greek
σαρκοδακής — ές, Α (ποιητ.) αυτός που δαγκώνει ή και τρώγει σάρκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + δακής (< δάκος, τὸ < δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. θυμο δακής, λαιμο δακής] … Dictionary of Greek