- θῡμο-βόρος
θῡμο-βόρος, herznagend; ἔρις Il. 19, 58 u. öfter; τὴν ϑυμοβόρον φρένα λύπην Aesch. Ag. 111; ζήλου κέντρον Ant. Th. 43 (IX, 77); Κῆρες Ap. Rh. 4, 1666.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θῡμο-βόρος, herznagend; ἔρις Il. 19, 58 u. öfter; τὴν ϑυμοβόρον φρένα λύπην Aesch. Ag. 111; ζήλου κέντρον Ant. Th. 43 (IX, 77); Κῆρες Ap. Rh. 4, 1666.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζάβορος — ζάβορος, ον (Α) αυτός που κατατρώει, που καταβροχθίζει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + βορος (< βορά), πρβλ. θυμο βόρος, κρεο βόρος] … Dictionary of Greek
θηρόβορος — θηρόβορος, ον (Α) 1. αυτός που κατασπαράχθηκε από άγρια θηρία 2. αυτός που γίνεται από θηρία («θηρόβορος θάνατος», Μανέ θ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + βορος (< βορά < βι βρώ σκω), πρβλ. θυμο βόρος, σαρκο βόρος] … Dictionary of Greek
θυμοβόρος — ο (Α θυμοβόρος, ον) αυτός που κατατρώει την ψυχή, θυμοφθόρος (α. «ερώτων φροντίς θυμοβόρος», Βιζυην. β. «θυμοβόρῳ ἔριδι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, σαρκο βόρος) … Dictionary of Greek
ιξοβόρος — ο (Α ἰξοβόρος, ον) νεοελλ. πτηνό τής οικογένειας κοσσυφίδες ή τουρδίδες αρχ. 1. αυτός που τρώει τον καρπό τού ιξού («κίχλη ἰξοβόρος», Αριστοτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰξοβόρος είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + βόρος (< βορά < βιβρώσκω), πρβλ … Dictionary of Greek
ιχθυβόρος — ἰχθυβόρος, ον (Α) αυτός που τρώει ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. θυμο βόρος, κρεο βόρος] … Dictionary of Greek
καπνοβόρος — ο, θηλ. και α 1. αυτός που απορροφά τον καπνό ο οποίος βγαίνει από τη φωτιά ή που εμποδίζει τον σχηματισμό καπνού 2. το αρσ. ως ουσ. ο καπνοβόρος συσκευή ή διάταξη που συντελεί στην τελειότερη καύση τών καύσιμων υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + βόρος … Dictionary of Greek
κουροβόρος — κουροβόρος, ον (Α) αυτός που κατατρώγει παιδιά, παιδοφάγος, παιδοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + βόρος (< βορά), πρβλ. δημο βόρος, θυμο βόρος] … Dictionary of Greek
νεκροβόρος — ο (Α νεκροβόρος, ον) αυτός που τρώγει πτώματα νεοελλ. ζωολ. γένος κολεόπτερων σαρκοφάγων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + βόρος (< βορά), πρβλ. θυμο βόρος, ωμο βόρος] … Dictionary of Greek
χολοιβόρος — ον, Α αυτός που κατατρώγει σαν χολή («φύρσας δὲ πληγῇσι χολοιβόρον ἰόν ἐρύξεις», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + βόρος (< βορά), πρβλ. αἱμο βόρος, θυμο βόρος. Το οι του τ. για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
καταθυμοβορώ — καταθυμοβορῶ, έω (Α) κατατρώω την καρδιά, προκαλώ πολύ μεγάλη θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θυμο βορῶ «κατατρώγω την καρδιά» (< θυμο βόρος)] … Dictionary of Greek