θῡμο-φθόρος

θῡμο-φθόρος

θῡμο-φθόρος, das Herz, den Lebensmuth, die Lebenskraft aufreibend, herzkränkend; Od. 19, 323; κάματος, ἄχος, 4, 716. 10, 363; πενία Hes. O. 719; φάρμακα, sinnbethörend, od. tödtlich, Od. 2, 329 (wie ἰός Nic.Th. 140); γράμματα, das Leben raubend, die Zeichen, die für den Ueberbringer das Todesurtheil enthalten, Il. 6, 169.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θυμοφθόρος — θυμοφθόρος, ον (Α) 1. αυτός που φθείρει την ψυχή, αυτός που καταστρέφει τη ζωή («θυμοφθόρα φάρμακα» δηλητηριώδη φάρμακα, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. αυτός που επιβουλεύεται τη ζωή κάποιου («γράψας ἐν πίνακι θυμοφθόρα πολλά [ενν. σήματα]» αφού έγραψε σε… …   Dictionary of Greek

  • φρενοφθόρος — ον, Μ αυτός που καταστρέφει τα λογικά, που επιφέρει φρενοπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. θυμο φθόρος, ψυχοφθόρος] …   Dictionary of Greek

  • θυμολεοντοφθόρος — θυμολεοντοφθόρος, ο (Α) πάπ. αυτός που έχει τόση τόλμη ώστε να σκοτώσει λιοντάρι ή που είναι τόσο φθοροποιός ώστε να συντρίψει και την άγρια διάθεση ενός λιονταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + λεοντο φθόρος (< λεων τος + φθορος < φθείρω), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • λαθροφθορώ — λαθροφθορῶ, έω (Α) διαφθείρω κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + φθορῶ (< φθόρος < φθείρω), πρβλ. θυμο φθορώ, οικο φθορώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”