θῡμο-ραϊστής

θῡμο-ραϊστής

θῡμο-ραϊστής, , Leben zerstörend, ϑάνατος Il. 16, 414, δήϊοι 18, 220, öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θυμοραϊστής — θυμοραϊστής, ὁ (Α) αυτός που καταστρέφει τη ζωή («θυμοραϊστής θάνατος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + ραϊστής (< ραίω «σπάζω, καταστρέφω»), πρβλ. κυνο ραϊστής, λυκο ραϊστής] …   Dictionary of Greek

  • -ιστής — (ΑΜ ιστής) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τής, η οποία στα μεταρρηματικά παράγωγά της δηλώνει τον δράστη μιας ενέργειας (πρβλ. ποιώ > ποιη τής, πολιτεύομαι > πολιτευ τής) από το θ. σε –ισ τού αορ. πολλών ρ. (συνήθως σε ίζω), πρβλ. ῥαίω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”