- θῡμο-πληθής
θῡμο-πληθής, ἄτα Aesch. Spt. 668, zornvoll.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θῡμο-πληθής, ἄτα Aesch. Spt. 668, zornvoll.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηδυπληθής — ἡδυπληθής, ές (Α) γεμάτος γλυκύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + πληθής (< πλήθος), πρβλ. θυμο πληθής, οινο πληθής] … Dictionary of Greek
θυμοπληθής — θυμοπληθής, ές (Α) οργίλος, γεμάτος οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + πληθής (< πλήθος), πρβλ. οινο πληθής, πολυ πληθής] … Dictionary of Greek
κοσμοπληθής — κοσμοπληθής, ές (Α) αυτός που γεμίζει όλο τον κόσμο («ἐν τῷ κοσμοπληθεῑ κατακλυσμῷ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. θυμο πληθής, οινο πληθής] … Dictionary of Greek
χαλκοπληθής — ές, Α (ποιητ. τ.) οπλισμένος με χάλκινες πανοπλίες («χαλκοπληθῆ Δαναΐδῶν ὁρμᾶν στρατόν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πληθής (< πλῆθος < πίμπλημι), πρβλ. ἁμαξο πληθής, θυμο πληθής] … Dictionary of Greek