- θῡμιᾱτήριον
θῡμιᾱτήριον, τό, dasselbe; Thuc. 6, 46; Andoc. 4, 29; Dem. 24, 183; Sp. S. das ion. ϑυμιητήριον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θῡμιᾱτήριον, τό, dasselbe; Thuc. 6, 46; Andoc. 4, 29; Dem. 24, 183; Sp. S. das ion. ϑυμιητήριον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυμιατήριον — θῡμιᾱτήριον , θυμιατήριον censer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
КАДИЛО — [греч. θυμιατός, θυμιατήριον, λιβανωτός; лат. thymiamaterium, thuribulum], литургический сосуд для совершения каждения. В Иерусалимском храме для каждения наряду с кадильным алтарем использовались и переносные К.: евр. (греч. πυρεῖον),… … Православная энциклопедия
Thymiateria — Ein Terracotta Thymiaterion mit einer Darstellung des Attis aus Tarsos, 2. oder 1. Jahrhundert v. Chr. Als Thymiaterion (altgriechisch: θυμιατήριον, von θυμιάω, räuchern; Mehrzahl Thymiateria) wird ein antikes Räuchergefäß bezeichnet. Das… … Deutsch Wikipedia
Thymiaterion (Räuchergefäß) — Ein Terracotta Thymiaterion mit einer Darstellung des Attis aus Tarsos, 2. oder 1. Jahrhundert v. Chr. Als Thymiaterion (altgriechisch: θυμιατήριον, von θυμιάειν thymiaein, räuchern; Mehrzahl Thymiateria) wird ein antikes Räuchergefäß bezeichnet … Deutsch Wikipedia
АЦЕРРА — • Acerra, по объяснению Феста, переносный алтарь, который ставили пред покойниками и на котором обыкновенно возжигали фимиам; вероятнее вообще курильница для сожигания фимиама при жертвоприношениях, turibulum, θυμιατήριον (Verg. Aen.… … Реальный словарь классических древностей
кадильница — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. θυμιατήριον) жаровня для курения фимиама. … … Словарь церковнославянского языка
-τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ … Dictionary of Greek
εσχάριο — το (Α ἐσχάριον) (υποκορ. τού εσχάρα) πύραυνο, μικρή κινητή εστία που χρησιμοποιείται για θέρμανση ή για μαγείρεμα μικρής ποσότητας τροφίμων, κν. μαγκάλι, φουφού νεοελλ. 1. καθεμιά από τις ισχυρές τετραγωνικές δοκούς που υποβαστάζουν την τρόπιδα… … Dictionary of Greek
θυμιατήριο — και θυμιατήρι και θυμιατερό και θυμιατό, το (ΑΜ θυμιατήριον και Α ιων. τ. θυμιητήριον) [θυμιώ] σκεύος στο οποίο καίγεται θυμίαμα, θυμιατό, λιβανιστήρι νεοελλ. σκεύος που χρησιμοποιείται για θυμίαση τού εικονοστασίου τών σπιτιών αρχ. 1. δοχείο για … Dictionary of Greek
θυμιητήριον — θυμιητήριον, τὸ (Α) ιων. τ. τού θυμιατήριον* … Dictionary of Greek
Θυσιαστήριο — (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαίριου, που βρίσκεται μεταξύ των αστερισμών Κανόνα, Σκορπιού, Τηλεσκόπιου, Ταώ και Νοτίου Τριγώνου. Ο Άρατος τον ονόμαζε Θυτήριον και ο Πτολεμαίος Θυμιατήριον. Ονομάζεται επίσης Βωμός. Ο λαμπρότερος αστέρας… … Dictionary of Greek