- θῡμιᾱτρίς
θῡμιᾱτρίς, ίδος, ἡ, = ϑυμιατήρ, Damasc. in Phot. bibl. p. 347, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θῡμιᾱτρίς, ίδος, ἡ, = ϑυμιατήρ, Damasc. in Phot. bibl. p. 347, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυμιατρίς — θυμιατρίς, ίδος ἡ (Μ) [θυμιώ] το θυμιατήρι … Dictionary of Greek
θυμιατρίδα — θυμιατρίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμιατρίδας — θυμιατρίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμίατρον — θυμίατρον, τὸ (Α) [θυμιώ] επιγρ. η θυμιατρίς* … Dictionary of Greek
θυμιώ — θυμιῶ, άω (Α) 1. καίω έτσι ώστε να παράγω καπνό («θυμιῶ τὴν στύρακα», Ηρόδ.) 2. θυμιάζω, καίω θυμίαμα 3. καπνίζω κάτι για απολύμανση 4. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω 5. παθ. θυμιῶμαι, άομαι α) καίομαι β) μεταβάλλομαι σε καπνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμ ιώ … Dictionary of Greek