- θῡμιητήριον
θῡμιητήριον, τό, ion. = ϑυμιατήριον, Her. 4, 162.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θῡμιητήριον, τό, ion. = ϑυμιατήριον, Her. 4, 162.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυμιητήριον — θυμιητήριον, τὸ (Α) ιων. τ. τού θυμιατήριον* … Dictionary of Greek
θυμιητήριον — θῡμιητήριον , θυμιατήριον censer neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμιατήριο — και θυμιατήρι και θυμιατερό και θυμιατό, το (ΑΜ θυμιατήριον και Α ιων. τ. θυμιητήριον) [θυμιώ] σκεύος στο οποίο καίγεται θυμίαμα, θυμιατό, λιβανιστήρι νεοελλ. σκεύος που χρησιμοποιείται για θυμίαση τού εικονοστασίου τών σπιτιών αρχ. 1. δοχείο για … Dictionary of Greek