- λῡσί-θριξ
λῡσί-θριξ, -τριχος, das Haar auflösend, mit fliegendem Haare, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λῡσί-θριξ, -τριχος, das Haar auflösend, mit fliegendem Haare, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυσίθριξ — λυσίθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει λυτά, ατημέλητα τα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + θρίξ, τριχός (πρβλ. καλλί θριξ, ουλό θριξ)] … Dictionary of Greek
λυσίτριχος — λυσίτριχος, ον (Μ) λυσίθριξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + τριχος (< θρίξ, τριχός), πρβλ. κυανό τριχος, λευκό τριχος] … Dictionary of Greek