- λῡσί-κακος
λῡσί-κακος, Uebel, Unglück auflösend, beseitigend, Theogn. 476. Bei Hesych. Erkl. von λαϑικηδής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λῡσί-κακος, Uebel, Unglück auflösend, beseitigend, Theogn. 476. Bei Hesych. Erkl. von λαϑικηδής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φερέκακος — ον, Α αυτός που αντέχει τους κόπους και τις ταλαιπωρίες, καρτερικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + κακος (< κακός), πρβλ. ἀλεξί κακος, λυσί κακος] … Dictionary of Greek
λυσίκακος — λυσίκακος, ον (Α) αυτός που απαλλάσσει από τις συμφορές («λυσίκακος ὕπνος», Θέογν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + κακός (πρβλ. αλεξί κακος, αρχέ κακος)] … Dictionary of Greek
παυσίκακος — ον, Α αυτός που καταπαύει, που σταματάει, που απομακρύνει το κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι) τού παύω (πρβλ. παῦσις) + κακός, πρβλ. λυσί κακος] … Dictionary of Greek