λῡσί-φρων

λῡσί-φρων

λῡσί-φρων, ον, die Sinne lösend, entfesselnd, von Sorgen befreiend, wie λυαῖος, Beiname des Dionysus, Anacr. 47, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλεψίφρων — κλεψίφρων, ον (Α) 1. αυτός που προσποιείται άγνοια 2. κλεψίνους*, απατηλός, δολερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + φρων (< φρήν), πρβλ. δαμασί φρων, λυσί φρων. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • λυσίφρων — λυσίφρων, ονος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που απαλλάσσει από τις φροντίδες 2. ταραγμένος, σαστισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + φρων (< φρήν, φρενός «φρόνηση, φροντίδα»), πρβλ. θελξί φρων, λαθί φρων] …   Dictionary of Greek

  • τηξίφρων — ον, ΜΑ αυτός που λειώνει την ψυχή, ψυχοφθόρος («λύπη τηξίφρων», Μεθόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < τήκω + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. λυσί φρων] …   Dictionary of Greek

  • τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”