- λῡσι-έθειρα
λῡσι-έθειρα, ἡ, mit aufgelös'tem, flatterndem Haare, Nonn. D. 19, 329.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λῡσι-έθειρα, ἡ, mit aufgelös'tem, flatterndem Haare, Nonn. D. 19, 329.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυσιέθειρα — λυσιέθειρα, ἡ (Α) αυτή που έχει λυμένα τα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + έθειρα (< ἔθειραι «χαίτη, μαλλιά»), πρβλ. δενδρο έθειρα, χρυσο έθειρα] … Dictionary of Greek