λῡσι-μελής

λῡσι-μελής

λῡσι-μελής, ές, die Glieder lösend, erschlaffend; Hom. Odyss. 20, 57. 23, 343; die Liebe, Hes. Th. 120, wie πόϑος, Archil. 77; ἔρως, Sappho 10; der Tod, Eur. Suppl. 448; sp. D.; vgl. das Wortspiel des Hedyl. 10 (XI, 414), der Bacchus, Aphrodite u. das Podagra so nennt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

  • λυσιμελής — λυσιμελής, ές (Α) 1. αυτός που προκαλεί χαλάρωση, ατονία τών μελών τού σώματος 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Λυσιμελής, ἡ Λυσιμελής επίκληση τού Ύπνου, τού Έρωτος, τού Πόθου, τού Θανάτου, τής Αφροδίτης και τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • τηξιμελής — ές, Α αυτός που λειώνει, που φθείρει τα μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < τήκω + μελής (< μέλος), πρβλ. λυσι μελής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”