- λῡσι-σώματος
λῡσι-σώματος, von aufgelös'tem, ermattetem Körper, sp. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λῡσι-σώματος, von aufgelös'tem, ermattetem Körper, sp. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek
λυσιγυία — λυσιγυῑα, ἡ (Α) εξασθένηση τών μελών τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + γυῖα (< γυῖα «μέλη τού σώματος», πρβλ. ορό γυια) … Dictionary of Greek
λυσιμελής — λυσιμελής, ές (Α) 1. αυτός που προκαλεί χαλάρωση, ατονία τών μελών τού σώματος 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Λυσιμελής, ἡ Λυσιμελής επίκληση τού Ύπνου, τού Έρωτος, τού Πόθου, τού Θανάτου, τής Αφροδίτης και τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek