λῴων

λῴων

λῴων, ον, att. = λωΐων, w. m. f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λώων — λῴων, λῷον (Α) (αττ. συνηρ. τ.) βλ. λωίων …   Dictionary of Greek

  • Λῴων — Λῷος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῴων — λῴ̱ων , λῷος masc gen pl λωίων o neut gen pl λωίων o masc/fem nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωίων — λωΐων, λώιον και λωίτερος, έρα, ον, αττ. τ. λῴων, λῷον (Α) 1. ευαρεστότερος, επιθυμητότερος («τόδε λώιόν ἐστι», Ομ. Οδ.) 2. καλύτερος («εἴ τι δὴ λῷον πέλοι», Αισχύλ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.) λώϊον καλύτερα 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ λώϊον μέτρο όγκου… …   Dictionary of Greek

  • αγαθός — ή, ό (Α ἀγαθός, ή, όν) καλός, χρηστός, ενάρετος νεοελλ. 1. καλόψυχος, άκακος 2. υπερβολικά εύπιστος, αφελής, ανόητος 3. το ουδ. ως ουσ. το αγαθό* αρχ. 1. συνετός, φρόνιμος 2. ευγενής στην καταγωγή 3. γενναίος, ανδρείος 4. αυτός που έχει επίδοση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”