θῶκος

θῶκος

θῶκος, , = ϑᾶκος, der Sitz; Hom.; Pind. P. 11, 6; Sitzung, Sitz im Rath u. in der Volksversammlung; Od. 2, 26. 15, 468; ϑῶκόνδε, zur Sitzung, Od. 5, 3; ϑῶκοι ἀμπαυστήριοι Her. 1, 181. – Der Sessel, Her. 9, 84. – Auch Tragg., ἵνα μαντεῖα ϑῶκός τ' ἔστι Θεσπρωτοῦ Διός Aesch. Prom. 833. – Ep. auch gedehnt ϑόωκος, Od. 2, 26. 12, 318.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θώκος — ὁ (Α θᾱκος και επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, Μ θῶκος) έδρα, κάθισμα νεοελλ. 1. κάθισμα που ξεχωρίζει, που υπερέχει από τα άλλα 2. κάθισμα επίσημου προσώπου («προεδρικός θώκος») 3. φρ. «οικολογικός θώκος» η μικρότερη ομάδα βιοτόπου …   Dictionary of Greek

  • θώκος — ο 1. ιδιαίτερο κάθισμα, συνήθως για επισήμους: Προεδρικός θώκος. 2. αξίωμα: Κατέλαβε τον υπουργικό θώκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θῶκος — θᾶκος seat masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιθόωκος — ἀμφιθόωκος, ον (Α) [θῶκος] αυτός που βρίσκεται γύρω από τον θώκο, τον θρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θόωκος (< θόοκος) ασυναίρετος τύπος τού θᾶκος, θῶκος με έκταση (διέκταση) του φωνήεντος τής δεύτερης συλλαβής] …   Dictionary of Greek

  • θάκος — θᾱκος, επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, ό (Α) βλ. θώκος …   Dictionary of Greek

  • θόωκος — θόωκος, ὁ (Α) θώκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ. τού θώκος*] …   Dictionary of Greek

  • υψίθωκος — και ύψιθόωκος, ον, Α ὑψίθρονος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + θῶκος «έδρα, κάθισμα»), πρβλ. ἐρημό θωκος] …   Dictionary of Greek

  • девать — одевать, ст. слав. одѣвати и т. д., итер. от деть. Ср. лит. dėvėti носить на себе (платье) , греч. ἔθεαν, τιθέασι, θῶκος сидение из *θόακος (Фик 1, 465; Бецценбергер – Фик, ВВ 6, 238) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ORNITHOMANTIA — Graecis dicta fuit, ex avibus praesagia desumendi ars: Has enim Deorum ministras, ab iisdem hominibus obici, ut futura ex illis discerent, veteri superstitione creditum. Ovid. Fastor. l. 1. v. 447. Nam Diis ut proxima quaeque, Nunc pennâ veras,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • αντιθόωκος — ἀντιθόωκος, ον (Α) ο αντίθρονος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + θόωκος, επικ. τ. του θώκος «έδρα, κάθισμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”