- λῶταξ
λῶταξ, ακος, ὁ, der Flötenbläser, Eust. 344, 35; andere Erkl. giebt noch Zonar.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λῶταξ, ακος, ὁ, der Flötenbläser, Eust. 344, 35; andere Erkl. giebt noch Zonar.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λώταξ — λῶταξ, ακος, ὁ (Α) (κατά τον Ζωναρά) «ὁ λῃστὴς ἢ ὁ πόρνος, ἢ ὁ μύρα ἀλειφόμενος, ἢ ὁ καταδαπῶν ἐν τοῑς αἰσχροῑς τὸν βίον αὐτοῡ ὡς ὁ πόρνος καὶ ὁ ἀνδρόγυνος ἢ ὁ αὐλητής». [ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. σκύλ αξ)] … Dictionary of Greek
λῶταξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)