- λῶπος
λῶπος, τό, = λώπη, Theocr. 14, 66 im accus. mit der v. l. λῶπον, VLL. erklären τὸ ἱμάτιον; so Luc. δραξάμενός με τοῦ λώπους, Philopatr. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λῶπος, τό, = λώπη, Theocr. 14, 66 im accus. mit der v. l. λῶπον, VLL. erklären τὸ ἱμάτιον; so Luc. δραξάμενός με τοῦ λώπους, Philopatr. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λώπος — λώπος, τὸ (Α) λώπη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λώπη] … Dictionary of Greek
λῶπος — covering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέπω — (Α) 1. αφαιρώ τον φλοιό ή το κέλυφος, ξελεπίζω, ξεφλουδίζω («κυάμου κολοκάσιον λέπειν», Νίκ.) 2. μαστιγώνω, δέρνω κάποιον ώς το σημείο να υποστεί εκδορές, ξεφλουδίσματα 3. τρώγω, κατατρώγω 4. παθ. λέπομαι α) ξεφλουδίζομαι («κάλαμος λελαμμένος» β) … Dictionary of Greek
λώπη — λώπη, ἡ (Α) (ποιητ. λ.) ιμάτιο, επενδύτης («δίπτυχον ἀμφ ὤμοισιν ἔχουσα εὐεργέα λώπην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. λώπη καθώς και η συνώνυμή της λῶπος (τὸ) εμφανίζουν την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα (*lōp ) τής ΙΕ ρίζας *lep «αποφλοιώνω, γδέρνω,… … Dictionary of Greek
νήλωπος — νήλωπος, ον (Α) αυτός που δεν φορά ιμάτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + λώπος «ιμάτιο» (πρβλ. μονό λωπος)] … Dictionary of Greek
λώπη — covering fem nom/voc sg (attic epic ionic) λώ̱πη , λῶπος covering neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λώ̱πη , λῶπος covering neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
лопоток — лоскут , диал. лопоть поношенная одежда; повседневная одежда , вятск. (Васн.), поволжск., сиб. (Мельников, Богораз), др. русск. *лопъть, лопоть стар. одежда . Родственно лепень, лепест. Сюда же лопатинка стар. рубаха (Мельников 2, 341). Ср. греч … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αιμάλωψ — αἱμάλωψ, ωπος, ο (Α) 1. μάζα πηγμένου αίματος 2. μέρος τού σώματος όπου έχει μαζευτεί πηγμένο αίμα 3. θρόμβος, θρόμβωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + λωψ αν το αβέβαιης ετυμολογίας β΄ συνθ. λωψ συνδέεται προς τα λέπω* λώπη*, λῶπος* κ.τ.ό. τότε σχετίζεται … Dictionary of Greek
λουποθάνατος — λουποθάνατος, ὁ (Μ) 1. προσποίηση θανάτου ή μεγάλης αρρώστιας 2. φρ. «κάνω λουποθάνατο» παριστάνω τον πεθαμένο ή τον ετοιμοθάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λουπο θάνατος. Το α συνθετικό πιθ. συνδέεται με διαλεκτ. τ. λουπάζω, λουπώ < λῶπος, «λώπη,… … Dictionary of Greek
μονόλωπος — μονόλωπος, ον (Μ) αυτός που έχει ένα ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + λῶπος «ιμάτιο, περίβλημα»] … Dictionary of Greek
μυρτίλωψ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ζῷόν τι». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι ο τ. συνδέεται με τα αἰγί λωψ, λῶπος, λέπω «ξεφλουδίζω» και ερμηνεύεται ως «ζώο που ξεφλουδίζει τη μυρτιά»] … Dictionary of Greek