- λῑμο-θνής
λῑμο-θνής, ῆτος, vor Hunger sterbend, Aesch. Ag. 1274.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λῑμο-θνής, ῆτος, vor Hunger sterbend, Aesch. Ag. 1274.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιθνής — ἡμιθνής, ὁ (Α) 1. ημιθανής 2. (ως επίθ. για τον ύπνο) αυτός που οδηγεί σε πλήρη αναισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + θνης (< θνήσκω), πρβλ. λιμο θνής, χειμο θνής] … Dictionary of Greek
χειμοθνής — ῆτος, ὁ, ἡ, Α κοκαλωμένος από το κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + θνής (< θ. θνᾶ / θνη τού θνῄσκω), πρβλ. ἀνδρο θνής, λιμο θνής] … Dictionary of Greek