λῇτος

λῇτος

λῇτος, zsgzgn aus λήϊτος, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευπαράκλητος — εὐπαράκλητος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που εξιλεώνεται, που προσελκύεται εύκολα με λόγια 2. αυτός που συγκατατίθεται εύκολα 3. αυτός που πείθει εύκολα, ο πειστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα κλητος (< παρακαλώ), πρβλ. α παράκ λητος, δυσ παρά κλητος)] …   Dictionary of Greek

  • Μίλητος — Μί̱λητος , Μίλητος fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιθρύλητος — περιθρύ̱λητος , περιθρύλητος famous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνομίλητος — ἀνομί̱λητος , ἀνομίλητος having no communion with others masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμιλητός — ὁμῑλητός , ὁμιλητός with whom one may converse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”