λῆμμα

λῆμμα

λῆμμα, τό, Alles, was man nimmt oder bekommt, Einnahme, Einkommen, im Ggstz von ἀνάλωμα, Anaxandrid. bei B. A. 106, 25, wie Lys. 32, 20 u. Plat. Legg. XI, 920 c; Gewinn, Vortheil, αἰσχρά, Soph. Ant. 313; τὸ ἐξ ἀρχῆς λῆμμα Din. 1, 60; ἀφ' οὗ μηδέν ἐστι λῆμμα λαβεῖν ἐμοί Dem. 21, 28, öfter; λημμάτων ὑψηλότερος Luc. Nigr. 25. – In der Dialektik ein Annahmesatz, ein Vordersatz, aus dem man Etwas folgert, Arist. top. 8, 1 u. A. – Sp. auch = Titel, Inhaltsanzeige, lemma; vgl. D. Hal. Tem. 20.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λῆμμα — anything received neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήμμα — Το αποκομιζόμενο εισόδημα, η πρόσοδος, το κέρδος. Στη Λογική, λ. ονομάζεται η μείζων πρόταση από την οποία δημιουργείται το συμπέρασμα, ενώ οι λεξικογράφοι ονομάζουν λ. τον αρχικό τύπο στον οποίο υπάγεται η τυπολογική και σημασιολογική πραγματεία …   Dictionary of Greek

  • λήμμα — το, ατος (στη λεξικογραφία), κάθε λέξη που εξηγείται ή γράφεται γι αυτήν σχετικό άρθρο: Τα λήμματα της εγκυκλοπαίδειας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λῆμμ' — λῆμμα , λῆμμα anything received neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήμμαθ' — λή̱μματα , λῆμμα anything received neut nom/voc/acc pl λή̱μματι , λῆμμα anything received neut dat sg λή̱μματε , λῆμμα anything received neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Перантинос, Никос — Никос Перантинос греч. Νίκος Περαντινός Дата рождения: 1910 год(1910) …   Википедия

  • Фокас, Димитриос — Димитриос Фокас Δημήτριος Φωκάς Род деятельности: вице адмирал Дата рождения: 1886 год(1886) …   Википедия

  • Тзавелас, Ламброс — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Тзавелас. Ламброс Тзавелас греч. Λάμπρος Τζαβέλας Дата рождения 1745 год(174 …   Википедия

  • δίλημμα — Σύνθετος συλλογισμός που περιέχει δύο αντιθετικές προτάσεις· θέση αμηχανίας στην οποία βρίσκεται κανείς προκειμένου να επιλέξει μεταξύ δύο αποφάσεων· απορία που οδηγεί σε δύο αντίθετες απόψεις ή λύσεις· η δυσχέρεια επιλογής μεταξύ ενός ζεύγους… …   Dictionary of Greek

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • λημμάτιον — λημμάτιον, τὸ (Α) [λήμμα] υποκορ. τού λήμμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”