- λῄτειρα
λῄτειρα, ἡ, fem. zum Folgdn, öffentliche Priesterinn, Callim. bei Schol. Soph. O. C. 489.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λῄτειρα, ἡ, fem. zum Folgdn, öffentliche Priesterinn, Callim. bei Schol. Soph. O. C. 489.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λήτειρα — λῄτειρα, ἡ (Α) δημόσια ιέρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκός τ. τού λητῆρες* (πρβλ. γενέτ ειρα, καθηγήτ ειρα) με υπογεγραμμένη πιθ. λόγω επίδρασης από τους τ. λήϊτος, ληΐτη «ιέρεια» (πρβλ. λήτωρ)] … Dictionary of Greek
λῄτειραι — λῄτειρα public priestess fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)