- λῄστειρα
λῄστειρα, ἡ (fem. von λῃστήρ, Räuberinn), ναῦς, Raubschiff, Ael. H. A. 8, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λῄστειρα, ἡ (fem. von λῃστήρ, Räuberinn), ναῦς, Raubschiff, Ael. H. A. 8, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ληστήρ — λῃστήρ και ληϊστήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. λῄστειρα (Α) 1. ληστής, ιδίως ο πειρατής («οἷά τε ληϊστῆρες ὑπεὶρ ἅλα, τοί τ ἀλόωνται», Ομ. Οδ.) 2. πειρατικός («λῄστειρα ναῡς», Αιλιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ληϊδ τήρ < ληΐς, άλλος τ. τού λεία) + επίθημα τήρ] … Dictionary of Greek