λῃστεία

λῃστεία

λῃστεία, , das Rauben, Gewerbe eines Räubers, ἐτράποντο πρὸς λῃστείαν, Thuc. 1, 5; Plat. Legg. VII, 823 e; ἀπὸ λῃστείας ζῆν, Arist. pol. 1, 5, wie βίον ἔχειν, Xen. An. 7, 7, 9; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λῃστεία — λῃστείᾱ , λῃστεία robbery fem nom/voc/acc dual λῃστείᾱ , λῃστεία robbery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστείᾳ — λῃστείᾱͅ , λῃστεία robbery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληστεία — Η ένοπλη επιβουλή εναντίον προσώπων και πραγμάτων από άτομα οργανωμένα σε συμμορίες υπό την ηγεσία ενός αρχηγού. Η λέξη λ. χαρακτηρίζει γενικά τη δράση που λαμβάνει χώρα στην ξηρά και διακρίνεται από την ανάλογη δράση στη θάλασσα, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • ληστεία — η 1. βίαιη αφαίρεση ξένης περιουσίας: Στην πολυκατοικία μας έγινε χθες μια ληστεία. 2. μτφ., υπερβολική αισχροκέρδεια: Οι τιμές αυτού του εστιατορίου είναι καθαρή ληστεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πέτρας ληστεία — Ληστεία σε βάρος χρηματαποστολής της Εθνικής Τράπεζας. Έγινε το 1926, στη θέση Πέτρα, στο δρόμο από την Πρέβεζα προς τα Γιάννενα, από τη ληστοσυμμορία των Ρετζαίων. Οι ληστές απέκλεισαν το δρόμο με ένα μεγάλο κορμό δέντρου και επιτέθηκαν με… …   Dictionary of Greek

  • λῃστείας — λῃστείᾱς , λῃστεία robbery fem acc pl λῃστείᾱς , λῃστεία robbery fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστείαι — λῃστείᾱͅ , λῃστεία robbery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστείαν — λῃστείᾱν , λῃστεία robbery fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστειῶν — λῃστεία robbery fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστεῖαι — λῃστεία robbery fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστείαις — λῃστεία robbery fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”