θᾱέομαι

θᾱέομαι

θᾱέομαι, dor. = ϑεάομαι; Pind. P. 8, 45; ϑαεῖτο Theocr. 22, 20. Vgl. ϑηέομαι, die diesem entsprechende ion. Form, u. ϑάομαι, die Grundform, wie auch ϑαητός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαέομαι — (Α) (δωρ. τ.) θεάομαι, ώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού θηέομαι, ιων. τ. τού θεά ομαι, ώμαι, (βλ. λ. θέα)) …   Dictionary of Greek

  • θαέομαι — θᾱέομαι , θαέομαι pres ind mp 1st sg (epic doric ionic aeolic parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάομαι — (Α) 1. εκπλήσσομαι, απορώ 2. ατενίζω, βλέπω με προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Άχρηστος ενεστ. με τον οποίο ερμηνεύονται ορισμένοι δωρ. τ. τού θαέομαι* (πρβλ. θάμεθα, θάσθε, προστ. θάεο κ.λπ.), στους οποίους το θα < θᾱε(ο) και θᾱη με συναίρεση] …   Dictionary of Greek

  • θατύς — θατύς, ύος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) θεωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού αρχ. *θαητύς (= θεατύς) < δωρ. θᾱέομαι τού θεά ομαι, ώμαι*] …   Dictionary of Greek

  • θαεῦνται — θᾱεῦνται , θαέομαι pres ind mp 3rd pl (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαησάμεναι — θᾱησάμεναι , θαέομαι aor part mp fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαήσατο — θᾱήσατο , θαέομαι aor ind mp 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάησαι — θά̱ησαι , θαέομαι aor imperat mp 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”