- λᾱο-ηγησία
λᾱο-ηγησία, ἡ, Volksanführung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λᾱο-ηγησία, ἡ, Volksanführung, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαοηγησία — λαοηγησία, ἡ (Α) το να εξουσιάζει κάποιος τον λαό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + ηγησία (< ήγητος < ἡγοῡμαι)] … Dictionary of Greek