λᾱο-μέδων

λᾱο-μέδων

λᾱο-μέδων, οντος, ὁ, Volksbeherrscher, N. pr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαομέδων — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Τροίας, γιος του Ίλου και της Ευρυδίκης, πατέρας πολλών παιδιών, μεταξύ των οποίων και του Πριάμου και της Ησιόνης. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι ο Λ. αρνήθηκε να καταβάλει στον Ποσειδώνα και στον Απόλλωνα,… …   Dictionary of Greek

  • Ιππομέδων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ταλαού ή του Αριστόμαχου, αδελφός ή ανιψιός του Αδράστου. Καταγόταν από το Άργος ή τις Μυκήνες. Έμενε σε ένα χωριό κοντά στη Λέρνα και διακρινόταν για τη σωματική ανάπτυξη και τη δύναμή του. Πήρε μέρος στην… …   Dictionary of Greek

  • ποντομέδων — οντος, ὁ, ετερόκλ. γεν. ποντομέδοιο, Α (ιδίως για τον Ποσειδώνα) ο άρχοντας τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + μέδων «κυρίαρχος, κύριος» (πρβλ. θαλασσο μέδων, λαο μέδων)] …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπομέδων — Ὀλυμπομέδων, οντος, ὁ (Α) ο κυρίαρχος τού Ολύμπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὄλυμπος + μέδων (πρβλ. Λαο μέδων)] …   Dictionary of Greek

  • ναυμέδων — (Α) (ως προσωνυμία τού Ποσειδώνος) ο προστάτης, ο άρχοντας τών πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + μέδων «κυρίαρχος, κύριος» (πρβλ. λαο μέδων)] …   Dictionary of Greek

  • υψιμέδων — οντος, ὁ, θηλ. ύψιμέδουσα, Α 1. (για τον Δία) αυτός που κυβερνά, που βασιλεύει στα ύψη («ὑψιμέδοντα... θεῶν Ζῆνα», Αριστοφ.) 2. μτφ. (για βουνό) ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + μέδων «κυρίαρχος» (πρβλ. λαο μέδων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”