- λᾱο-κατ-άρᾱτος
λᾱο-κατ-άρᾱτος, vom Volk verflucht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λᾱο-κατ-άρᾱτος, vom Volk verflucht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοκατάρατος — η, ο (AM θεοκατάρατος, ον) 1. ο καταραμένος από τον θεό 2. το αρσ. ως ουσ. ο διάβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κατ άρατος (< κατ αρώμαι), πρβλ. λαο κατ άρατος, τρισ κατ άρατος] … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek