- λᾱο-κρατία
λᾱο-κρατία, ἡ, = δημοκρατία, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λᾱο-κρατία, ἡ, = δημοκρατία, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαοκρατία — η (Α λαοκρατία) νεοελλ. 1. η άσκηση τών εξουσιών τής πολιτείας από τον λαό 2. το καθεστώς τής λαϊκής δημοκρατίας αρχ. δημοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. γυναικο κρατία, τρομοκρατία] … Dictionary of Greek
θανατοκρατία — η η θεωρία τού Χαίκελ κατά την οποία μετά τον θάνατο εξαφανίζονται όχι μόνο οι ζωικές λειτουργίες και ιδιότητες αλλά και η λεγομένη ψυχή τού ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία, λαο κρατία] … Dictionary of Greek
θεατροκρατία — θεατροκρατία, ἡ (Α) το κράτος τών θεατών, η απόλυτη εξουσία τών θεατών στο θέατρο, η επικράτηση και επιβολή τής γνώμης τών θεατών για ένα παριστανόμενο δράμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + κρατία < κρατής < κράτος, πρβλ. δημο κρατία. λαο κρατία] … Dictionary of Greek
ιπποκρατία — ιπποκρατία, ἡ (Α) επικράτηση τού ιππικού, νίκη τού ιππικού σε μάχη («χαίρω τῇ ἱπποκρατίᾳ», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία, λαο κρατία] … Dictionary of Greek
λογικοκρατία — η φιλοσοφικό σύστημα που θεωρεί τη λογική ως βάση τής φιλοσοφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογική + κρατία (< κράτης < κράτος πρβλ. γυναικο κρατία, λαο κρατία)] … Dictionary of Greek
ξενοκρατία — η 1. η κυριαρχία τών ξένων στην πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ζωή ενός τόπου 2. η υπερίσχυση ξένων παραγόντων στη διακυβέρνηση μιας χώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. λαο κρατία. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek