λᾱο-βότειρα

λᾱο-βότειρα

λᾱο-βότειρα, , das Volk nährend, γαῖα, Orph. Lith. 708.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαοβότειρα — λαοβότειρα, ἡ (Α) (για τη γη) αυτή που τρέφει τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + βότειρα (θηλ. τού βοτήρ < θ. βο τού βόσκω), πρβλ. πολυ βότειρα] …   Dictionary of Greek

  • πολυβότειρα — ἡ, και επικ. τ. πουλυβότειρα, Α (για γη) 1. αυτή που τρέφει πολλούς («ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτή που παρέχει πολλή τροφή, πολύτροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βότειρα (θηλ. τού βοτήρ < θ. βο τού βόσκω), πρβλ. λαο βότειρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”