- λᾱο-βόρος
λᾱο-βόρος, das Volk verzehrend, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λᾱο-βόρος, das Volk verzehrend, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαοβόρος — λαοβόρος, ον (Α) (για τον Σατανά) αυτός που καταβροχθίζει τον λαό («λαοβόρος κύων», Συν.). [ΕΤΥΜΟΛ. λαο * + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, ανθρωπο βόρος] … Dictionary of Greek