- λᾱο-σεβής
λᾱο-σεβής, ἥρως, vom Volke verehrt, Pind. P. 5, 89.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λᾱο-σεβής, ἥρως, vom Volke verehrt, Pind. P. 5, 89.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαοσεβής — λαοσεβής, ές (Α) αυτός ο οποίος λατρεύεται από τον λαό ή τον οποίο σέβεται ο λαός («ἥρως δ ἔπειτα λαοσεβής», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + σεβής (< σέβας < σέβομαι), πρβλ. ευ σεβής, θεο σεβής] … Dictionary of Greek
φιλοσεβής — ές, Μ φιλευσεβής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σεβής (< σέβας < σέβομαι), πρβλ. λαο σεβής] … Dictionary of Greek