- λᾱο-πλάνος
λᾱο-πλάνος, ὁ, Volksverführer, Ios., K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λᾱο-πλάνος, ὁ, Volksverführer, Ios., K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαοπλάνος — ο (AM λαοπλάνος) αυτός που παρασύρει και εξαπατά τον λαό με τα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + πλάνος (< πλανώ), πρβλ. ερωτο πλάνος, μυθο πλάνος] … Dictionary of Greek
καρδιοπλάνος — α, ο αυτός που πλανά τις καρδιές, που παρασύρει σε έρωτα, γόης, καρδιοκατακτητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + πλάνος (< πλάνος, υποχωρητ. παρ. τού πλανῶ), πρβλ. λαο πλάνος, ψυχο πλάνος] … Dictionary of Greek
κοσμοπλάνος — κοσμοπλάνος, ὁ (Α) αυτός που πλανεύει τον κόσμο, λαοπλάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πλάνος (< πλανῶ), πρβλ. ερωτο πλάνος, λαο πλάνος] … Dictionary of Greek
μυθοπλάνος — μυθοπλάνος, ον (Α) μυθώδης, πλαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύθος + πλάνος (< πλανώ), πρβλ. ερωτο πλάνος, λαο πλάνος] … Dictionary of Greek
νυκτοπλάνος — ο, η αυτός που τού αρέσει να περιπλανάται στη διάρκεια τής νύχτας, νυκτόβιος, ξενύχτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτα + πλάνος (< πλανῶμαι), πρβλ. λαο πλάνος] … Dictionary of Greek
ψυχοπλάνος — α, ο, Ν αυτός που παραπλανά την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πλάνος (< πλανώ) πρβλ. λαο πλάνος] … Dictionary of Greek