- παρα-μίσγω
παρα-μίσγω, = παραμίγνυμι; ὕδωρ, Her. 1, 203; Hippocr.; ἅλμην παραμισγομένην τῷ ποτῷ, Ath. X, 458 s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-μίσγω, = παραμίγνυμι; ὕδωρ, Her. 1, 203; Hippocr.; ἅλμην παραμισγομένην τῷ ποτῷ, Ath. X, 458 s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek