οἰνίδιον

οἰνίδιον

οἰνίδιον, τό, dim. von οἶνος, ein wenig Wein, D. L. 10, 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οινίδιον — οἰνίδιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού οἶνος) μικρή ποσότητα κρασιού ή αδύνατο κρασί …   Dictionary of Greek

  • οἰνιδίου — οἰνίδιον small wine neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”