- οἰνάρα
οἰνάρα, ἡ, ion. οἰνάρη, = οἴναρον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰνάρα, ἡ, ion. οἰνάρη, = οἴναρον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἴναρα — οἴναρον vine leaf neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίναρον — οἴναρον, τὸ (Α) 1. το φύλλο ή το κλαδί τής αμπέλου (α. «ἄμπελος περιτανύουσα τὰ οἴναρα», Ξεν. β. «ἄμπελος διατηρεῑ τὸν καρπὸν ἄνευ οἰνάρων», Θεόφρ.) 2. το κλήμα, η άμπελος («ὁλόκληρους ἀπέτεμον τῶν οἰνάρων, τοὺς βότρυς», Αλκίφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
περιπετάννυμι — και περιπεταννύω Α 1. απλώνω κάτι κυκλικά πάνω σε κάτι, σκεπάζω ολόγυρα, περικαλύπτω 2. κατευθύνω προς όλες τις διευθύνσεις («περιπεταννύουσα δὲ [ἡ ἄμπελος] τὰ οἴναρα», Ξεν.) 3. ξεδιπλώνω («φοινικίδας περιεπέτασε», Αισχίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι *… … Dictionary of Greek