- οἰνο-μανής
οἰνο-μανής, ές, von rasender Liebe zum Wein, weintoll, Ath. XI, 464 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰνο-μανής, ές, von rasender Liebe zum Wein, weintoll, Ath. XI, 464 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιομανής — ἡλιομανής, ὲς (Α) (για τον τζίτζικα) αυτός που αγαπά τον ήλιο μέχρι τρέλας, ο τρελός για τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + μανης (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής, οινο μανής] … Dictionary of Greek
ιππομανής — ές (Α ἱππομανής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τους ίππους αρχ. 1. αυτός που βρίθει από ίππους, αυτός που έχει πολλούς ίππους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππομανές α) (στην Αρκαδία) είδος φυτού που αγαπούν τα άλογα και που όταν τρώγεται από … Dictionary of Greek
υλομανής — ές, Α 1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τα δάση 2. (για φυτό) αυτός που βγάζει πολλούς βλαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. οἰνο μανής] … Dictionary of Greek