- οἰνο-βαφής
οἰνο-βαφής, ές, in Wein getaucht, trunken, λοιβή, Nonn. D. 7, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰνο-βαφής, ές, in Wein getaucht, trunken, λοιβή, Nonn. D. 7, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμοβαφής — θερμοβαφής, ές (Α) αυτός που βάφτηκε ζεστός, που χρωματίστηκε ζεστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο βαφής, οινο βαφής, υγρο βαφής] … Dictionary of Greek
ημιβαφής — ἡμιβαφής, ες (Α) μισοβαμμένος, αυτός που είναι βαμμένος κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο βαφής, οινο βαφής] … Dictionary of Greek
καρυοβαφής — καρυοβαφής, ές (Α) ο βαμμένος με βαφή από κέλυφος νωπών καρυδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο βαφής, οινο βαφής] … Dictionary of Greek
κοκκοβαφής — κοκκοβαφής, ές (AM) κοκκινοβαφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + βαφής (< βάπτω), πρβλ. αιμο βαφής, οινο βαφής] … Dictionary of Greek
ροδοβαφής — ές, ΝΑ βαμμένος με χρώμα ρόδου, ροδόχρους, τριανταφυλλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. μηλο βαφής, οινο βαφής] … Dictionary of Greek
υδροβαφής — ες, και ὑδρόβαφος, ον, Α βουτηγμένος σε νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + βαφής / βαφος (< βάφω), πρβλ. οἰνο βαφής] … Dictionary of Greek