- λώβημα
λώβημα, τό, der zugefügte Schimpf, Schaden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λώβημα, τό, der zugefügte Schimpf, Schaden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λώβημα — λώβημα, τὸ (AM) [λωβώμαι] 1. κακοποίηση, βλάβη 2. όνειδος, αίσχος, ατιμία … Dictionary of Greek