- παρα-νέομαι
παρα-νέομαι, daneben vorübergehen, -fahren, πολέας παρανεῖσϑε κολωνούς, Ap. Rh. 2, 357.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-νέομαι, daneben vorübergehen, -fahren, πολέας παρανεῖσϑε κολωνούς, Ap. Rh. 2, 357.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρνῆται — παρά νάω flow pres subj mp 3rd sg (doric) παρά νάω flow pres ind mp 3rd sg (doric) παρά νέομαι go pres subj mp 3rd sg παρά νέομαι go pres ind mp 3rd sg (doric aeolic) παρά νέω swim pres subj mp 3rd sg παρά νέω swim pres ind mp 3rd sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεξενέοντο — παρά , ἐκ νέομαι go imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) παρά , ἐκ νέω swim imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) παρά , ἐκ νέω 3 heap imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεξενέοντ' — παρεξενέοντο , παρά , ἐκ νέομαι go imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) παρεξενέοντο , παρά , ἐκ νέω swim imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) παρεξενέοντο , παρά , ἐκ νέω 3 heap imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσμενος — ἄσμενος, η, ον (Α) 1.1. πάρα πολύ ευχαριστημένος, περιχαρής 2. (με επιρρ. σημ.) ευχαρίστως, με μεγάλη χαρά II. επίρρ. ἀσμένως ευχαρίστως, με πολλή χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φέρει το ινδοευρ. επίθημα meno , το οποίο χαρακτηρίζει στην Ελληνική τις… … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek