- οἰνο-κάπηλος
οἰνο-κάπηλος, ὁ, Weinhändler, Sext. Emp. adv. gramm. 131.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰνο-κάπηλος, ὁ, Weinhändler, Sext. Emp. adv. gramm. 131.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυρτοκάπηλος — κυρτοκάπηλος, ὁ (Α) ο πωλητής κυρτίδων, αλιευτικών διχτιών και σύνεργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος + κάπηλος «μικρέμπορος, μικροπωλητής» (πρβλ. ελαιο κάπηλος, οινο κάπηλος)] … Dictionary of Greek