- οἰνο-γεύστης
οἰνο-γεύστης, ὁ, der Weinkoster, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰνο-γεύστης, ὁ, der Weinkoster, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωτογεύστης — ὁ, Α 1. αυτός που πρώτος γεύεται κάτι 2. (στις Ινδίες) ονομασία ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γεύστης (< γεύομαι), πρβλ. οινο γεύστης] … Dictionary of Greek