- οἰνο-χαρής
οἰνο-χαρής, ές, sich am Weine freuend, Ep. ad. 703 (App. 225).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰνο-χαρής, ές, sich am Weine freuend, Ep. ad. 703 (App. 225).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιοχαρής — ές αυτός που χαίρεται να εκτίθεται στον ήλιο, ο ηλιόφιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + χαρης (< *χάρος, το), πρβλ. οινο χαρής, περι χαρής] … Dictionary of Greek
υδροχαρής — ές / ὑδροχαρής, ές, ΝΜ, και υδρόχαρος, η, ο, Ν 1. αυτός που τού αρέσει το νερό 2. (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί στο νερό, υδρόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + χαρής / χαρος (< χαίρω), πρβλ. οἰνο χαρής] … Dictionary of Greek