- οἰνο-τρόφος
οἰνο-τρόφος, Wein nährend, tragend, ὄμφαξ, Ep. ad. 386 (IX, 375).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰνο-τρόφος, Wein nährend, tragend, ὄμφαξ, Ep. ad. 386 (IX, 375).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαρκοτρόφος — ον, ΜΑ αυτός που προάγει ή παράγει τη σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο τρόφος, οινο τρόφος] … Dictionary of Greek
οινοτρόφος — οἰνοτρόφος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που τρέφει ή παράγει οίνο («οἰνοτρόφον ὄμφακα Βάκχου», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος] … Dictionary of Greek